χυλοποιώ
Смотреть что такое "χυλοποιώ" в других словарях:
χυλοποιώ — χυλοποιῶ, έω, ΝΜΑ, και μτγν. τ. παθ. χιλοποιοῡμαι, έομαι, Α μεταβάλλω σε χυλό κατά την πέψη νεοελλ. πολτοποιώ αρχ. παθ. μετατρέπομαι σε χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + ποιώ*] … Dictionary of Greek
χυλοποιῶ — χυλοποιέω make into pres subj act 1st sg (attic epic doric) χυλοποιέω make into pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… … Dictionary of Greek
χιλοποιούμαι — έομαι, Α (μτγν τ.) βλ. χυλοποιώ … Dictionary of Greek
χυλοποίηση — η / χυλοποίησις, ήσεως, ΝΜΑ, και μτγν. τ. χιλοποίησις Α [χυλοποιῶ] μετατροπή τών τροφών σε χυλό κατά τη διαδικασία τής πέψης νεοελλ. πολτοποίηση … Dictionary of Greek
χυλοποιητικός — ή, ό, Ν αυτός που συντελεί στη χυλοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] … Dictionary of Greek